- αβούτιλο
- (abutilon).Γένος θαμνοειδών φυτών της τάξης των μαλαχωδών. Περιλαμβάνει 64 είδη, αυτοφυή στις θερμές χώρες. Από τις ίνες μερικών κατασκευάζονται σχοινιά. Άλλα τρώγονται ή χρησιμοποιούνται για την παρασκευή φαρμάκων. Μερικά είδη καλλιεργούνται στην Ευρώπη ως καλλωπιστικά. Στην Ελλάδα είναι γνωστό το είδος αγριομπαμπακιά.
Dictionary of Greek. 2013.